- ζωογονία
- ζωογονίᾱ , ζωογονίαproduction of animalsfem nom/voc/acc dualζωογονίᾱ , ζωογονίαproduction of animalsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζῳογονία — ζῳογονίᾱ , ζῳογονία fem nom/voc/acc dual ζῳογονίᾱ , ζῳογονία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονίᾳ — ζωογονίᾱͅ , ζωογονία production of animals fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονία — η (Α ζωογονία) [ζωογόνος] 1. γένεση ή παραγωγή ζωντανών, έμβιων όντων 2. ερμηνεία τής αρχής τών ζώντων όντων νεοελλ. η εκατοστιαία αναλογία τών παιδιών που γεννιούνται ζωντανά αρχ. γενεά … Dictionary of Greek
ζωογονίας — ζωογονίᾱς , ζωογονία production of animals fem acc pl ζωογονίᾱς , ζωογονία production of animals fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳογονίας — ζῳογονίᾱς , ζῳογονία fem acc pl ζῳογονίᾱς , ζῳογονία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονίαι — ζωογονίᾱͅ , ζωογονία production of animals fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογονίαν — ζωογονίᾱν , ζωογονία production of animals fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳογονίαν — ζῳογονίᾱν , ζῳογονία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιογονία — ζωιογονίᾱ , ζῳογονία fem nom/voc/acc dual ζωιογονίᾱ , ζῳογονία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωιογονίας — ζωιογονίᾱς , ζῳογονία fem acc pl ζωιογονίᾱς , ζῳογονία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)